halibut$33504$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

halibut$33504$ - translation to ελληνικό

COMMON NAME, FOR EDIBLE FISHES
Alaskan halibut; Chicken halibut
  • alt=Photo of several, near human-sized white fish. Two people hold halibuts.
  • Fishermen in [[Seward, Alaska]], with a fresh catch of halibut
  • Atlantic halibut}}
  • Halibut tend to be a mottled dark brown on their upward-facing side and white on their underside
  • Filleting a Pacific halibut taken in [[Cook Inlet, Alaska]]. A halibut yields four large fillets, with the yield percentage higher than for most fish. Round halibut cheeks may provide additional meat
  • Hot smoked]] [[Pacific halibut]]
  • Steamed halibut in black bean sauce

halibut      
n. ψήσσα, είδος βακαλάου

Ορισμός

halibut
(halibut)
A halibut is a large flat fish.
N-VAR
Halibut is this fish eaten as food.
N-UNCOUNT

Βικιπαίδεια

Halibut

Halibut is the common name for three flatfish in the genera Hippoglossus and Reinhardtius from the family of right-eye flounders and, in some regions, and less commonly, other species of large flatfish.

The word is derived from haly (holy) and butte (flat fish), for its popularity on Catholic holy days. Halibut are demersal fish and are highly regarded as a food fish as well as a sport fish.